- αρχοντάρης
- ο (Μ ἀρχοντάρης) [άρχων]ο μοναχός στον οποίο έχει ανατεθεί η υποδοχή και φιλοξενία των επισκεπτών και των προσκυνητών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχοντάρης — ο καλόγερος υπεύθυνος για τη φιλοξενία των επισκεπτών στο μοναστήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχονταρίκι — Η αίθουσα υποδοχής που διαθέτουν τα μοναστήρια για την υποδοχή και τη φιλοξενία των επισκεπτών. Ο μοναχός που ασχολείται με την περίπτωση των ξένων στο α. ονομάζεται αρχοντάρης. * * * το (Μ ἀρχονταρίκιον) [αρχοντάρης] ο ξενώνας του μοναστηριού… … Dictionary of Greek
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
αρχονταρείον — ἀρχονταρεῑον, το (Μ) [αρχοντάρης] 1. αίθουσα υποδοχής των αρχόντων σε βυζαντινό παλάτι 2. σκηνή εκστρατείας για τους ταγματικούς και θεματικούς άρχοντες στημένη κοντά στη βασιλική σκηνή 3. το αρχονταρίκι* του μοναστηριού … Dictionary of Greek
arhon — ÁRHON s.m. (înv.) Titlu de politeţe cu care se adresa cineva unui boier. [var.: árhonda s.m.] – Din ngr. árhon, árhondas. Trimis de baron, 21.01.2003. Sursa: DEX 98 árhon s. m. voc. sg. (un titlu de boierie) … Dicționar Român